Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ανακομίζω [anakomízo] aor ανεκόμισα, pass ανακομίσθηκε, (L)
- remove and transfer (the relics to another place):
- στη μονή Zωοδότου ανακομίσθηκαν τα οστά της Θεοδώρας Tόκκου (που πέθανε το 1429) (MChatzidakis) |
- ο έγγονος του Iωσήφ, ο ηγούμενος, ανεκόμισε τα οστά του παππού του και τα έβαλε σε λάρνακα μέσα στο ναό (Varelas)
[fr MG ανακομίζω ~ K, PatrG ~ AG]
- remove and transfer (the relics to another place):