Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αναζωπύρηση
1 εγγραφή
αναζωπύρηση [anazopírisi] η, no pl (L)
  • ① rekindling:
    • fig ~ των παθών |
    • med recurrence |
    • ~ της αρρώστιας
  • ② appearance of new vigor, revival (syn αναζωογόνηση):
    • ~ της λατρείας |
    • ~ του θρησκευτικού πνεύματος |
    • ανανέωση και ~ της ελληνικής σκέψης |
    • η θερμή ~ του ενδιαφέροντος του ελληνικού εφοπλισμού |
    • ~ του πολέμου στη Mέση Aνατολή

[fr LK, PatrG ἀναζωπύρησις, der of ἀναζωπυρῶ (-έω)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες