Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αναδεχτός
1 εγγραφή
αναδεχτός [ana∂extós] ο, (& L αναδεκτός)
  • godson (syn in αναδεξιμιός):
    • είσαι ~ μου |
    • prov πρέπ' ο νουνός να ντρέπεται κι ο ~ να γνώθη |
    • εμποδίζεται ο γάμος του αναδόχου με τον αναδεκτό ή τη μητέρα του (Christidis AK)

[fr ByzG *αναδεκτός, der of ByzG αναδέχομαι 'receive the baptized one fr the font; stand sponsor at baptism']

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες