Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αναδεχτός [ana∂extós] ο, (& L αναδεκτός)
- godson (syn in αναδεξιμιός):
- είσαι ~ μου |
- prov πρέπ' ο νουνός να ντρέπεται κι ο ~ να γνώθη |
- εμποδίζεται ο γάμος του αναδόχου με τον αναδεκτό ή τη μητέρα του (Christidis AK)
[fr ByzG *αναδεκτός, der of ByzG αναδέχομαι 'receive the baptized one fr the font; stand sponsor at baptism']
- godson (syn in αναδεξιμιός):