Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αναγκάζω [anaŋgázo] ipf ανάγκαζα, aor ανάγκασα, subj αναγκάσω, mediop αναγκάζομαι, aor αναγκάσθηκα & αναγκάστηκα, subj αναγκασθώ & αναγκαστώ, ppp αναγκασμένος (pf είμαι αναγκασμένος)
- Ⓐ trans
- ① force, oblige, make, drive (syn εξαναγκάζω, υποχρεώνω, κάνω κ. να + subj):
- δε θα με αναγκάσης να το κάμω |
- ~ κ. με απειλές compel s.o. by threat, blackjack |
- μη με αναγκάζης να πω λόγια που δεν πρέπει (or που δε θέλω) |
- η κρίση τον ανάγκασε να σταματήση τις πληρωμές, τις δόσεις, τα ταξίδια κλ |
- η αρρώστια με ανάγκασε να διακόψω τις σπουδές μου |
- το καθήκον με αναγκάζει να ενεργήσω έτσι
- ⓐ mi αναγκάζομαι (+ να w. subj) be compelled, have to:
- αναγκάστηκα (είμαι αναγκασμένος) να πάω, αναγκάζομαι να το κάμω, αναγκάζομαι να κόψω το πιοτό (το κάπνισμα κλ) |
- αναγκάστηκε να ομολογήση, αναγκάστηκε να το ξαναγράψη he had to rewrite it |
- αναγκάστηκε να διδάσκη για να ζη |
- αναγκάστηκαν να συμφωνήσουν |
- οι άνθρωποι που ήρθαν από τα χωριά στην Aθήνα αναγκάσθηκαν να εξαθηναϊσθούν (Stratou)
- ⓑ spur on, urge, prompt (syn παρακινώ, παροτρύνω or προτρέπω φορτικά, συμβουλεύω επίμονα, πιέζω):
- ανάγκασέ τον να δουλέψη |
- άλλος με ανάγκασε να στρωθώ στη μελέτη |
- οι δικοί του τον ανάγκασαν να παντρευτή, να παραιτηθή, να διορισθή, να φύγη στο εξωτερικό
- ② region. make haste, speed up, accelerate (syn επισπεύδω, επιταχύνω):
- ανάγκασε τη δουλειά σου
- ③ region. (Peloponn, Epir, Maced etc) stir, poke (of fire) (syn L συνδαυλίζω):
- ~ τη φωτιά
- Ⓑ region. (Cycl, Peloponn, Sterea, Epir, Maced, Thrace etc) intr, act & mi be in haste, hasten (syn βιάζομαι):
- ανάγκασε λιγάκι να τελειώσουμε |
- ας αναγκάσουμε γιατί δεν έχουμε καιρό
[fr MG αναγκάζω ← ByzG ← K, AG]