Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αμόνοιαστα [amónjasta] adv
- in a way evidencing lack of concord, w. discord, discordantly (ant μονοιασμένα):
- οι γείτονές μας ζουν ~
[der of αμόνοιαστος]
- in a way evidencing lack of concord, w. discord, discordantly (ant μονοιασμένα):