Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αμόνοιαστα
1 εγγραφή
αμόνοιαστα [amónjasta] adv
  • in a way evidencing lack of concord, w. discord, discordantly (ant μονοιασμένα):
    • οι γείτονές μας ζουν ~

[der of αμόνοιαστος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες