Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αμφιταλαντεύομαι
1 εγγραφή
αμφιταλαντεύομαι [amfitalandévome] αμφιταλαντεύεσαι, ipf αμφιταλαντευόμουν(α), prp αμφιταλαντευόμενος (L)
  • waver, hesitate, be irresolute (syn αμφιρρέπω, διστάζω, επαμφοτερίζω, είμαι αναποφάσιστος):
    • ~ αν πρέπη να πάω ή όχι or αν πρέπη να ενεργήσω τώρα ή ν' αναλάβω γι' αργότερα |
    • διστάζει στα μισά του κάθε δρόμου, αμφιταλαντεύεται, ονειροπολεί, αλλάζει γνώμη (Theotokas) |
    • ο Kοραής αμφιταλαντεύεται ανάμεσα στα ονόματα Έλληνες και Γραικοί και προκρίνει μάλιστα το τελευταίο αυτό (Dimaras) |
    • κάποιοι τρίτοι αμφιταλαντεύονται ανάμεσα στα δεδομένα σχήματα (Panagiotop)

[mi voice of K αμφιταλαντεύω 'cause to weigh evenly on both sides' (Nonnos)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες