Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αμυκτήριστος
1 εγγραφή
αμυκτήριστος, -η, -ο [amiktíristos] (L)
  • unmocked, unscoffed (syn ακορόιδευτος, L αχλεύαστος, ant μυκτηρισμένος, χλευασμένος)

[fr PatrG αμυκτήριστος, cpd w. *μυκτηριστός: μυκτηρίζω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες