Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αμυκτήριστος, -η, -ο [amiktíristos] (L)
- unmocked, unscoffed (syn ακορόιδευτος, L αχλεύαστος, ant μυκτηρισμένος, χλευασμένος)
[fr PatrG αμυκτήριστος, cpd w. *μυκτηριστός: μυκτηρίζω]