Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αμυγδαλή [amiγ∂alí] η, (L) anat, med
- ① tonsil, usu pl αμυγδαλές οι:
- αριστερή ~, δεξιά ~ |
- οι αμυγδαλές είναι πρησμένες |
- ήμουν άρρωστος από φλόγωση των αμυγδαλών κ' έκαια από τον πυρετό (Ouranis)
- ② αμυγδαλές & less freq μυγδαλές, tonsilitis (syn αμυγδαλίτης 2, αμυγδαλίτιδα):
- έχω αμυγδαλές I suffer from tonsilitis
[fr K αμυγδάλη 'almond' w. accent shift by anal. of L αμυγδαλή 'almond tree'; cf also MG αμύγδαλον 'almond tree']
- ① tonsil, usu pl αμυγδαλές οι: