Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αμπαλάρω [ambaláro] &, ess freq μπαλάρω, ipf μπαλάριζα, aor αμπάλαρα & αμπαλάρισα, mediop αμπαλάρομαι, ppp αμπαλαρισμένος
- ① pack up, wrap up, bale (syn συσκευάζω):
- αμπαλάρισα τα βιβλία, τα γυαλικά, τα δέρματα, τα υφάσματα κλ |
- αμπαλάρουμε και φεύγουμε σήμερα κιόλας |
- αμπαλάρει το πολύτιμο εύρημά του και έφτασε στο Παρίσι (Karyotakis) |
- τ' αμπαλάρανε και τα δέσανε με θαλασσιές μεταξωτές κορδέλες (Vlami) |
- να πάρει όλα τούτα τα μικρά λάφυρα της ακρογιαλιάς, που τόσο ιερόσυλα τ' αμπαλάριζαν για την πόλη (Myriv)
- ② entangle s.o. (in an unpleasant situation) (near-syn εμπλέκω, μπερδεύω, περιπλέκω, παρασύρω):
- τον αμπαλάρισε η χήρα για καλά
- ⓐ entangle o.s. or be entangled by s.o. (syn μπερδεύομαι, περιπλέκομαι):
- μην παίζεις χαρτιά, γιατί αμπαλάρεσαι |
- είναι αμπαλαρισμένος στο σκάνδαλο για καλά
[fr It abballare 'bale, pack']
- ① pack up, wrap up, bale (syn συσκευάζω):