Greek-English Dictionary (Georgakas)

Go

Search options

Basket

Results for: αμμούδιαστος
1 item total
αμμούδιαστος, -η, -ο [amú∂jastos]
  • ① unbenumbed, not numb (ant μουδιασμένος, μουδιαστός):
    • αμούδιαστα δόντια, ούλα |
    • το δεξί πόδι είναι μουδιασμένο, το αριστερό αμούδιαστο
  • ② not hesitating, fearless (near-syn αδίστακτος 1, άφοβος)

[fr LMG (Somavera) αμμούδιαστος, cpd w. *μουδιαστός: μουδιάζω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go