Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αμερικανόπαιδο [amerikanópe∂o] το,
- American child, esp boy (syn αμερικανόπουλο):
- τα αμερικανόπαιδα, όταν αρχίσουν τη μαθητική τους ζωή, ανήκουν περισσότερο στο σχολείο παρά στο σπίτι (Theotokas) |
- το δημόσιο σχολείο θα έδινε στα αμερικανόπαιδα όλων των ομάδων ενιαίαν εκπαίδευση (Papanoutsos) |
- τα γεωγραφικά κείμενα (του δημοσιογράφου Carpenter) βρίσκονται τώρα στα χέρια όλων των αμερικανόπαιδων (Athanasiadis-N)
[cpd w. παιδί; cf kath αμερικανόπαις]
- American child, esp boy (syn αμερικανόπουλο):