Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αμερικανορωσικός, -ή, -ό [amerikanorosikós]
- Russo-American, American-Russian (cf αμερικανοσοβιετικός):
- αμερικανορωσική συνεργασία |
- αμερικανορωσική ρήξη (or ρήξις) Russo-American breach (rupture, disagreement) |
- αμερικανορωσικές διαφορές, σχέσεις
[cpd w. ρωσικός]
- Russo-American, American-Russian (cf αμερικανοσοβιετικός):