Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αμερικανιστί [amerikanistí] adv (L) rare
- in American ways (syn αμερικανικά):
- ολόκληρος ο κόσμος σήμερα τρέχει προς το μέλλον ~ (Karantonis)
[der of adj αμερικανός w. suff -ιστί]
- in American ways (syn αμερικανικά):