Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αμερικανίτιδα
1 εγγραφή
αμερικανίτιδα [amerikaníti∂a] η,
  • blind or morbid imitation of American ways:
    • ~ έχεις πάθει;

[der of αμερικανός w. suff -ίτιδα (-ίτις)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες