Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αμελάνιαστα
1 εγγραφή
αμελάνιαστα [amelánjasta] adv
  • not having suffered darkening of the skin (syn αμαύριστα, ant μελανιασμένα)

[der of αμελάνιαστος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες