Greek-English Dictionary (Georgakas)
1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- αλόγιαστος, -η, -ο [alóyastos] region.
- ① done without thinking (syn L αλόγιστος 1):
- ας είναι το βάδισμά μου αλόγιαστο (Vlachogiannis) |
- poem μηδέ π' ακούει τ' αλόγιαστο τραγούδι, στο κατάρτι | δεμένος (Sikel)
- ⓐ unthinking, inconsiderate (syn in αλογάριαστος B2):
- τα παιδιά είναι αλόγιαστα |
- poem μα ξέρω πως οι αμίλητες κ' οι αλόγιαστες μητέρες | της δώσανε να χαίρεται τη χάρη της Eλένης (Palam) |
- μην κελαδείτε, αλόγιαστα πουλιά (Malakasis)
- ② uncountable, unnumbered (syn in αλογάριαστος A2):
- αλόγιαστα πλούτια |
- μην προπαγανδίζεις περιορισμό των γεννήσεων, αλλά και μη προτρέπεις στον αλόγιστο πολλαπλασιασμό των πεινασμένων (Palaiologos) |
- poem πλημμύρισε η μοσκοβολιά στο μοναστήρι και ήταν | τριγύρω σα μιαν άνοιξη, πλούσια κι αλόγιστη ήταν (Palam) |
- κι από μαρμάρινους θεούς που λάμπουν τώρα αιώνες | γεμάτοι αλήθεια ουρανική κι αλόγιστη γαλήνη (id.) |
- και ξεχειλάει η κοιλιά σου αλόγιστα πυκνά μερμηγκιασκέρια (Kazantz Od 14.877) |
- και πλημμυρώντας μας το νου μ' αλόγιστη φαιδρότη (Sikel)
- ③ unforeseen, unexpected (syn αναπάντεχος, απρόβλεπτος, απρόοπτος):
- έπαθε αλόγιστο κακό
[fr MG αλόγιαστος (adv αλόγιαστα being recorded MG), cpd w. *λογιαστός: λογιάζω]
- ① done without thinking (syn L αλόγιστος 1):