Greek-English Dictionary (Georgakas)
1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- αλυχτώ [alixtó] &, λυχτάω (Solom λυχτάω), prp αλυχτώντας, ipf αλυχτούσε & αλύχταγε (& αλύχταε & αλύχτα), aor αλύχτησε, subj αλυχτήση
- ① intr bay, bark, of dog & other animals (syn γαβγίζω, L υλακτώ):
- το σκυλί αλυχτάει συνέχεια or αλυχτούσε όλη νύχτα |
- η σκύλα αλύχτησε τα μεσάνυχτα |
- βράχνιασε ο σκύλος και δεν μπορεί ν' αλυχτήσει |
- τα σκυλιά και οι αλεπούδες αλυχτούν |
- prov από σκυλί π' αλυχτάει μη φοβάσαι barking dogs don't bite, people who talk loud are not harmful or courageous |
- βρίζει ωσάν ν' αλυχτάει, με τη χοντροφωνάρα του (Petsalis-D) poem από νεκροσιγαλιάν | αγρίεψε κ' η νύχτα, | σώπασε και το σκυλί | που κολασμένα αλύχτα (Palam) |
- χάλκινος ο Άρης, | ψυχρός αναμαλλιάρης κ' ένα πλήθος | λαγωνικά το παραστέκανε αλυχτώντας (Xydis)
- ⓐ trans bark at s.o., threaten s.o. w. barking:
- τα σκυλιά αλυχτούν τους διαβάτες |
- με αλυχτούνε οι σκύλοι σου |
- ούτε αλύχταγε ποτέ του τους ανθρώπους (Grigoris) |
- poem σκυλιά που πάντοτε αλυχτούν τον άγνωστο διαβάτη (Palam) |
- ακαρτερώ να σηκωθεί βουκέντρα το Φεγγάρι | να το αλυχτήσουν τα σκυλιά κλ. (Athanas)
- ② make a sound like an animal howling, howl, of wind, blizzard etc (syn χουγιάζω):
- και βούιζε ο άνεμος, αλυχτούσε στα στενά, στις ανηφοριές (Karagatsis) |
- poem και η καταιγίδα να γλείφει τις πληγές σου | αλυχτώντας μέσα στη νύχτα (Ioannidis)
- ③ fig be vociferous, talk loud & aggressively (syn κραυγάζω, φωνάζω δυνατά):
- όξου πεινούσε κι αλυχτούσε ο λαός (Vlami) |
- poem εκεί που η σκύλα η Έγνοια δεν πάει, δεν αλυχτά (Palam) |
- αιώνες μαύροι γύρω του | αλυχτούν με σκελετούς σκυλιών τη φοβερή σιωπή (Elytis)
[fr K ἀλυκτῶ, der of *ἀλυκτός (Chantraine s. ἀλύω); cf Hesych. ἀλυκτεῖν· κλαίειν κλ.; ἀλυκτεῖ· Ξλακτεῖ. Kρῆτες; ἀλυκτήσας· ἀπειλήσας, θορυβήσας]
- ① intr bay, bark, of dog & other animals (syn γαβγίζω, L υλακτώ):