Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αλογάς
1 εγγραφή
αλογάς [aloγás] ο, pl αλογάδες,
  • raiser of horses (syn in αλογάρης 1) or horse trader (syn αλογοέμπορος)

[der of άλογο2 'horse' w. suff -άς]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες