Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αλλουβιακός
1 εγγραφή
αλλουβιακός, -ή, -ό [aluviakós] (L) geol
  • alluvial (syn αλλούβιος a):
    • αλλουβιακές αποθέσεις alluvial deposits

[der of αλλούβιον]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες