Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αλλουβιακός, -ή, -ό [aluviakós] (L) geol
- alluvial (syn αλλούβιος a):
- αλλουβιακές αποθέσεις alluvial deposits
[der of αλλούβιον]
- alluvial (syn αλλούβιος a):