Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αλλοιθωριά [aliθorjá] η, region.
- squint (ing) (syn αλλοιθώρισμα, γκαβομάρα, στραβισμός των οφθαλμών):
- γρίνιαζε αδιάκοπα και, σα δεν γρίνιαζε, πάλι τα φρύδια του ήταν σουρωμένα εξαιτίας της αλλοιθωριάς του (Myriv)
[fr LMG αλλοιθωρία, der of αλλοίθωρος]
- squint (ing) (syn αλλοιθώρισμα, γκαβομάρα, στραβισμός των οφθαλμών):