Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αλληλοπαθής, -ής, -ές [alilopaθís] usu pl αλληλοπαθείς, -είς, -ή
- influencing one another
- ⓐ gramm reciprocal:
- αλληλοπαθείς αντωνυμίες reciprocal pronouns |
- αλληλοπαθή ρήματα reciprocal verbs
[fr K *ἀλληλοπαθής, cpd w. πάθος]