Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αλληλέγγυος, -α, -ο [aliléŋɟios] (L)
- ① jointly liable (before the law), of joint and several liability (syn υπόλογος ο ένας για τον άλλο):
- γινόμαστε αλληλέγγυοι we join together in liability |
- αλληλέγγυα υποχρέωση (L ~ υποχρέωσις) obligation binding on the parties |
- αλληλέγγυα ενοχή joint and several liability |
- αλληλέγγυοι χρεοφειλέτες joint and several debtors |
- οι ομόρρυθμοι εταίροι είναι νόμω αλληλέγγυοι |
- για την πληρωμή των ποσών αυτών κηρύσσονται αλληλέγγυοι οι "μεταλλευταί, τα εις το μεταλλείον προσηρτημένα χωρία και οι ραγιάδες" (Vacalop) |
- είναι συνεταιρισμένος κι ~ με την κοινωνία και με την Kυβέρνηση (Theotokas)
- ② reciprocally dependent, identifying oneself w. s.o.:
- είμαι or γίνομαι ~ με κ. |
- ήταν ~ με τους ανθρώπους, δάσκαλος, συνεργάτης και φίλος |
- είμαστε αλληλέγγυοι με τους συναδέλφους |
- νοιώθουμε αλληλέγγυοι με την πόλη ολόκληρη |
- τρεις πιστοί μαθητές του Kαΐρη δικάστηκαν και καταδικάστηκαν μαζί του, αλληλέγγυοι με το δάσκαλο |
- τα αντιπολιτευόμενα κόμματα κηρύχθηκαν αλληλέγγυα |
- τάσσομαι ~ με τον ταγματάρχη μου κ. Mαλεβά (LAkritas) |
- σ' αυτό οι πολιτικοί ηγέτες πρέπει να βρίσκωνται αδιάσπαστα αλληλέγγυοι (Christidis EΣ) |
- προϋποθέσεις αλληλένδετες και αλληλέγγυες |
- ποίηση και ποιητική είναι ομόρριζες και αλληλέγγυες λειτουργίες |
- αποδείχνει (sc ο Aϊνστάιν) πόσο αλληλέγγυες έγιναν οι μαθητικές και οι φυσικές επιστήμες (Panagiotop) |
- τα μέλη μιας οικογένειας ή μιας φυλής είναι αλληλέγγυα, σφιχτά ενωμένα, αποτελούν ένα αυτότελο, ενιαίο οργανισμό (Kazantz) |
- κανείς δε δέχτηκε να κηρυχθεί ~ με το καθεστώς και να γίνη κράχτης του (Seferis) |
- η επιτροπή είχε φανή αλληλέγγυα με την ιδέα του Θεού και επομένως έπρεπε να ακολουθήση την τύχη της (Theotokas) |
- αισθάνεται ~ και συνυπεύθυνος με όλους τους ανθρώπους της οικουμένης (Papanoutsos) |
- το ηθικό πρόβλημα είναι αλληλέγγυο με όλα τα μεγάλα μεταφυσικά και γνωσιολογικά προβλήματα (id.) |
- θα βρης πλάι μου ανθρώπους που έχουν ... το πάθος να είναι άνθρωποι ολόκληροι, αυτόνομοι, υπερήφανοι, αλληλέγγυοι με τους συνανθρώπους των (Tsatsos) |
- poem αλληλέγγυα στάθηκαν τα σπίτια | και μικρά και τετράγωνα (Elytis)
[fr ByzG αλληλέγγυος 'jointly liable' ← K]
- ① jointly liable (before the law), of joint and several liability (syn υπόλογος ο ένας για τον άλλο):