Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αλεηλάτητος
1 εγγραφή
αλεηλάτητος, -η, -ο [aleilátitos] (& less freq αλεηλάτιστος)
  • unplundered, unpillaged (syn αδιαγούμιστος, αλαφυραγώγητος, ant διαγουμισμένος, λαφυραγωγημένος, λεηλατημένος):
    • οι επιδρομείς δεν άφησαν τίποτα αλεηλάτητο |
    • (ο λόγος) είναι για μια επιδρομή απ' έξω και δεινότατα βαρβαρική, που δεν αφίνει αλεηλάτητο τίποτε (Panagiotop) |
    • η δική του επικράτεια (sc του Mελαχρινού), αμετακίνητη, αλεηλάτητη, ήταν η ποίηση (id.)

[cpd w. *λεηλατός: λεηλατώ 'plunder']

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες