Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αλγερίνικος
1 εγγραφή
αλγερίνικος, -η, -ο [alyerínikos] (& αλτζερίνικος)
  • of or pertaining to Algeria, Algerian (syn αλγερικός, αλγερινός):
    • αλγερίνικα φέσια |
    • αλγερίνικα μαχαίρια (Venezis) |
    • αλτζερίνικο καράβι |
    • να σου, μπλοκάρει αλτζερίνικη φούστα (Petsalis) |
    • folks. άσπρο και κόκκινο χαρτί είναι το πρόσωπό σου | αλτζερίνικο σπαθί το καμαρόφρυδό σου (Kasos)

[der of Aλγερίνος w. var Aλτζερίνος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες