Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αλβανιστί [alvanistí] adv
- ① in Albanian language (syn αλβανικά2 2, αρβανίτικα):
- μιλάει ~
- ② in the ways of the Albanians (syn αλβανικά2 1):
- φέρεται ~, ζη ~
[der of αλβανίζω]
- ① in Albanian language (syn αλβανικά2 2, αρβανίτικα):