Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αλβανιστής [alvanistís] ο, αλβανίστρια [alvanístria] η,
- expert in Albanian language, history, folklore, and culture, Albanologist (syn αλβανολόγος)
[der of αλβανίζω]