Greek-English Dictionary (Georgakas)

Go

Search options

Basket

Results for: αλέχτορας
1 item total
αλέχτορας [aléxtoras] ο, (& αλόχτερας & L αλέκτορας) region.
  • cock, rooster (syn κόκορας, πετεινός):
    • εφώναξε ο δεύτερος αλόχτερας (Athens, 19th c.) |
    • folks. δώστε μας τον αλέχτορα, δώστε μας και την κότα (Peloponn.) |
    • poem μάτην φωνούν οι αλέχτορες την εθισμένην ώρα (Papatsonis)

[fr MG αλέκτορας ← K, AG ἀλέκτωρ]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go