Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ακύκλωτα
1 εγγραφή
ακύκλωτα [acíklota] adv
  • without encirclement or surrounding w. walls

[der of ακύκλωτος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες