Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ακτινοβόλος
1 εγγραφή
ακτινοβόλος, -α (& L -ος), -ο [aktinovólos] (& αχτινοβόλος) (L)
  • ① emitting rays, radiating (syn αχτιδοβόλος, φωτοβόλος):
    • ακτινοβόλα σώματα |
    • ~ αστέρας radiant star |
    • ~ ήλιος shining sun |
    • το άρρητο ... είναι η ~ εστία που ζωογονεί, που θερμαίνει και φωτίζει όλο το γνωστικό έργο του ανθρώπου (Tatakis) |
    • poem εσύ που λαμπρύνεις | των ουρανών τους θόλους | με τους αχτινοβόλους | αστέρες φωτεινούς (Vilaras)
  • ⓐ astr ακτινοβόλο σημείο διαττόντων or noun ακτινοβόλο point in space whence meteors radiate, radiant point
  • ⓑ phys ~ θερμότης (L) heat radiating through space, radiant heat (syn ακτινοβολουμένη θερμότης, θερμική ακτινοβολία)
  • ② gleaming, glittering, radiant (syn λαμπερός, λαμπρός):
    • αχτινοβόλα ταφόπετρα |
    • φόντο ακτινοβόλο |
    • ακτινοβόλα δάχτυλα |
    • συλλαμβάνει εικόνες ακτινοβόλες (Theotokas) |
    • μέσα στο όνειρό σου βλέπεις το αχτινοβόλο όραμα να χάνεται (Vrettakos) |
    • ο φίλος θρεμμένος και ~ από Kant και από ιδέες φιλοσοφογερμανικές (Palam) |
    • τα χέρια της, τα μπράτσα της ... ανοίγουνταν, απλώνουνταν, ακτινοβόλα διαμαντοστάλακτα (Xenop) |
    • βλέπω την αχνιστή στους υδρατμούς αχτινοβόλο θάλασσα (Papatsonis) |
    • μια ιδιόρρυθμη και σπινθηριστή έκφραση ... μπορεί ακόμη και μια κοινοτοπία να την εμφανίση σχεδόν ακτινοβόλα (Thrylos) |
    • poem ... όλα, | μαρμαροπόρφυρους ναούς, είδωλ' αχτινοβόλα (Palam) |
    • κ' ένα βήμα ελαφρό | σαν από ακτινοβόλο πόδι αγγέλου | τριγύριζε το σπίτι μας (Ritsos) |
    • αυτός ο λαμπερός κι αχτινοβόλος (sc ο Άγγελός μας) | ήρθε να μείνη στη σκοτείνια μας (Papatsonis) |
    • το σώμα σου ... | ... όρθωσες μπροστά μου αχτινοβόλο (Emmanouil)
  • ③ fig radiant, beaming, brilliant, exuberant:
    • ακτινοβόλα προσωπικότητα, ακτινοβόλο πρόσωπο |
    • ακτινοβόλο χαμόγελο radiant smile |
    • η Θεανώ ήταν κάποτε για μένα πρόσωπο μυθικό, ολόλαμπρο, ακτινοβόλο που το θαύμαζα από τον εξώστη του θεάτρου (Theotokas) |
    • και μαζί διαχύνουν από τη σκηνή την έκπαγλη λάμψη της ακτινοβόλας προσωπικότητάς τους (Thrylos)

[fr MG ακτινοβόλος ← K]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες