Greek-English Dictionary (Georgakas)

Go

Search options

Basket

Results for: ακτημοσύνη
1 item total
ακτημοσύνη [aktimosíni] η,
  • ① non-possession of property, landlessness, propertylessness, indigence:
    • η σοσιαλιστική θέση περί ακτημοσύνης |
    • κάθαρση της ακτημοσύνης |
    • ο μοναχικός βίος επιδιώκει την ~ (Papantoniou) |
    • η ~ εδώ (sc στο μοναχισμό) είναι ολοκληρωτική (Theotokas) |
    • γι' αυτόν κάλλος είναι η καθαρότητα της ψυχής, πλούτος η ~ (Tatakis)
  • ② fig indigence, emptiness:
    • πράγματι του λείπει (sc του σοσιαλισμού) η πνευματικότητα, πάσχει ο ίδιος από πνευματική ~ (Theodorakop)

[fr MG ακτημοσύνη ← AG, PatrG]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go