Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ακριμάτιστα [akrimátista] adv
- without wrongdoing, not in a sinful manner, not wickedly (syn αναμάρτητα, ant αμαρτωλά, κολασμένα):
- gnom ~ κανένα μεγάλο βιος δε γίνεται
[der of ακριμάτιστος]
- without wrongdoing, not in a sinful manner, not wickedly (syn αναμάρτητα, ant αμαρτωλά, κολασμένα):