Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ακούμπημα [akúmbima] το, (& ακούμπισμα)
- ① leaning or resting (on a fixed, steady point) (syn στήριξη) έγινε ακούμπισμα της σκάλας στον τοίχο:
- η σκεπή έχει ~ στο διπλανό χτίριο |
- κάποια κινήματα, ... ένα ακούμπισμα, ένα χαμόγελο ... ξεφεύγουν από το κορμί που τα χύνει, από την ψυχή που τα γιομίζει, παίρνουν ίδια ξεχωριστή οντότητα (Palam) |
- μοίρασε φιλιά κι ακουμπίσματα των χεριών, σύντομα παιγνιδιάρικα γελάκια στις δύο γεροντοκόρες (Plaskovitis) |
- poem αν η αναμονή έχη κέφια γι' αναμονές, |
- κι ακουμπίσματα στα παράθυρα, |
- ...| ας καθίση μονάχη - εγώ φεύγω (Montis)
- ② prop, support (syn έρεισμα L, στήριγμα, υποστήριγμα):
- δυο καρέκλες βαριές ... με σκαλιστά ακουμπίσματα της ράχης (Drosinis)
- ⓐ fig backing, help, assistance, support, protection (syn αποκούμπι, βοήθεια, υποστήριξη, προστασία):
- ο γιος της είναι το ~ των γηρατειών της |
- έχεις ακούμπισμα τον υπουργό
- ③ deposit at a bank (syn κατάθεση) and esp pledge in pawning (syn ενεχυρίαση):
- έχουν πολλά χρυσαφικά γι' ~ σε ώρα ανάγκης
[der of MG ακουμπίζω ← ακουμβώ]
- ① leaning or resting (on a fixed, steady point) (syn στήριξη) έγινε ακούμπισμα της σκάλας στον τοίχο:



