Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ακοντίζω
1 εγγραφή
ακοντίζω [akondízo]
  • ① let fly, hurl, dart, shoot (syn εξακοντίζω, εκσφενδονίζω, ρίχνω το ακόντιο και χτυπώ):
    • poem σφίξε |
    • το λαστιχένιο |
    • σώμα σου |
    • κι ακόντισέ το |
    • από τη Δύση |
    • σε Aνατολή (LTheodorakop)
  • ⓐ push the craft w. the pole (ακόντι q.v.) in shallow waters, pole
  • ② fig discharge, dart:
    • έξαφνα τα μάτια του έχαναν όλη τη γλύκα τους κι ακόντιζαν αστραπές τέτοιες που δύσκολο απόβαινε να υπομείνης τα βλέμματά τους (Palam) |
    • σχεδόν σε κάθε κλαδί υπάρχει ένα ζευγάρι μάτια που ακοντίζουνε απάνω του (LAkritas) |
    • poem κι όσο προς τα ουράνια |
    • μάκραινε από τη γη, |
    • τόσο πιο πλούσιο |
    • το φως από τα πλάγια ακοντιζόταν |
    • ανάμεσα στα ξάρτια του (Vrettakos)
  • ⓑ charge:
    • οι γυναίκες τον εσυμπονούσαν και οι άντρες τού έριχναν το άδικο, του ακόντιζαν όλοι κατακέφαλα το βράχο της ύβρης (Kanellis)

[fr MG ακοντίζω ← PatrG ←AG]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες