Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ακιτρίνιστος
1 εγγραφή
ακιτρίνιστος, -η, -ο [acitrínistos]
  • not turned yellow, not yellowed

[cpd w. κιτρινισ-: κιτρινίζω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες