Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ακαλοπλήρωτος
1 εγγραφή
ακαλοπλήρωτος, -η, -ο [akaloplírotos]
  • not deservedly compenstated (syn κακοπληρωμένος) βαριά δουλειά και ακαλοπλήρωτη

[cpd w. καλοπληρώνω, cf ppp καλοπληρω-μένος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες