Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ακαλοπλήρωτος, -η, -ο [akaloplírotos]
- not deservedly compenstated (syn κακοπληρωμένος) βαριά δουλειά και ακαλοπλήρωτη
[cpd w. καλοπληρώνω, cf ppp καλοπληρω-μένος]