Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ακακία
2 εγγραφές [1 - 2]
ακακία1 [akacía] η,
  • guilelessness, innocence, goodness (syn αθωότητα, ανυστεροβουλία, αφέλεια, καλοσύνη):
    • το 'καμε αυτό από την ~ της, όχι με κακό σκοπό

[fr MG ακακία ← K, AG ἀκακία]

ακακία2 [akacía] η, bot
  • acacia, any of several trees of the genus Acacia and related genera, esp the locust-tree Robinia pseudacacia:
    • ~ η αραβική bubul, gum Arabic tree, Acacia arabica |
    • ~ της Kωνσταντινουπόλεως silk tree, Albizzia julibrissin (syn μιμόζα) |
    • το δέντρο της αυλής, μια πελώρια ~, στεκόταν μπροστά στον ήλιο αποσβολωμένη (Xenop) |
    • καθίζει κάτω από τη μεγάλη ~ ... τώρα θα είναι άσπρη από τα λουλούδια (Myriv) |
    • μεγάλες άγριες αγκαθερές ακακίες (Panagiotop) |
    • poem ... κ' η θύμηση της νιότης |
    • σαλεύει τόσο θλιβερά την άρρωστη ~ (Karyotakis)

[fr MG ακακία ← K ἀκακία]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες