Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ακαβάλητος
1 εγγραφή
ακαβάλητος, -η, -ο [akaválitos] (& ακαβάλιστος)
  • ① not ridden on (syn ακαβαλίκευτος 1):
    • άλογο ακαβάλητο unbroken or unridden horse
  • ⓐ act. not having ridden (syn ακαβαλίκευτος 1b)
  • ② of female animals and humans, not mounted, not copulated w. (syn αγάμητη, L ανόχευτη, αβάτευτη, αμαρκάλιστη, απήδητη)
  • ⓑ virgin

[cpd w. καβαλητός: καβαλάω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες