Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αιτιοκρατία
1 εγγραφή
αιτιοκρατία [etiokratía] η, philos
  • determinism (syn less freq αιτιαρχία):
    • η αρχή της αιτιοκρατίας |
    • η ~ των στωικών |
    • απόλυτη ~ |
    • ο απόλυτος ματεριαλισμός με την αυστηρή του ~ είναι υπόθεση ... που δεν μπορεί απολύτως ποτέ να επαληθευτή ή να διαψευστή (Lambridi) |
    • προϋπόθεσή της έχει η ψυχολογία το αίτημα της αιτιοκρατίας των φαινομένων του ψυχικού βίου (Tatakis) |
    • οι μαρξιστές είναι δογματικά προσκολλημένοι σε μιαν άκαμπτη ~ των κοινωνικών φαινομένων (Tsatsos)

[cpd w. -κρατία]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες