Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αίρω [éro] prp αίροντας, aor ήρα, mostly subj άρω (θα, να ~), imper άρον άρον
- (q.v.), mediop αίρομαι, impf 3 pl αίρονταν, prp αιρόμενος, aor ήρθη, subj αρθώ (θα, να ~)(L)
- ① take up, take upon oneself, assume (the burden, sin etc of s.o. else):
- (στον Γκυντ η γυναίκα εξαγνίζει τον άντρα) αίρει αυτή τις αμαρτίες του (Thrylos) |
- καταδίκασε το μονογενή του Γιο στο φρικτό βασανιστήριο, για να άρη αυτός τις αμαρτίες των άλλων (id.) |
- ο Δήμος (Aθηναίων) βάλλεται από παντού και αίρει τις αμαρτίες της αψιλίας (Psathas)
- ② raise, lift (syn εγείρω L, εξυψώνω, ant υποβιβάζω, χαμηλώνω):
- η θεωρία αίρει προς τα υψηλά, οδηγεί στα άγια των αγίων (Tatakis)
- ⓐ mi rise, emerge, reach (syn υψώνομαι, εξυψώνομαι, φθάνω):
- αίρεται στο ύψος των περιστάσεων he rises to the occasion |
- μια δύναμη αξιώνει ενίοτε τον Έλληνα να αίρεται πάνω από κομματικά πάθη |
- η ανθρώπινη διάνοια μπορεί να αρθή απάνω από τη λεπτομέρεια |
- ο λόγος του δεν αίρεται ποτέ στις σφαίρες του υψηλού |
- (ο χρονογράφος) δεν κατορθώνει να αρθή σε σύνθεση (Dimaras) |
- το πάθος της αίρεται σε θρήνο (id.) |
- (οι μοναχοί) αίρονταν από τα επίγεια και τα εγκόσμια προς τα ουράνια (Tatakis)
- ③ lift, raise, remove (syn αφαιρώ, απομακρύνω, απαλείφω):
- αίρουν όλα τα εμπόδια they remove all obstacles |
- θα άρη τις δυσχέρειες |
- το δικαστήριο αποφασίζει να άρη την απαγόρευση |
- η κυβέρνηση αίρει τα έκτακτα μέτρα |
- αίρεται (θα αρθή) το ενοικιοστάσιο |
- αίρονται οι διατιμήσεις |
- αίρουν την κατάσταση έκτακτης ανάγκης |
- αίρουν την πολιορκία |
- η πολιορκία, ο αποκλεισμός ήρθη the siege, the blockade was raised |
- ήρθη ο στρατιωτικός νόμος martial law was raised |
- ήρθη η βουλευτική ασυλία του τάδε |
- ~ την υποθήκη lift, pay off the mortgage |
- ~ τις αντιθέσεις, την αντινομία, την αντίφαση, τις ασυμφωνίες, την αυτοκυριαρχία, την αυτοτέλεια των μερών |
- αίρεται η αντίθεση, η αντίφαση, αίρονται οι αντινομίες |
- η σύγκρουση μπορεί να αρθή |
- αν δεν αρθή η αιτία, δεν αίρεται η βλάβη |
- (αποπειράθηκαν) να περιορίσουν τα προνόμια ή να τα άρουν (Vacalop) |
- οι έννοιες A και όχι A είναι αντιφατικές |
- η μια αίρει ό,τι η άλλη καταφάσκει (Tatakis) |
- ας άρωμε την παρεξήγηση |
- πρέπει να αρθούν οι παρεξηγήσεις |
- οφείλομε να φροντίσωμε να άρωμε την άγνοια |
- όταν δεν συντηρούμε το κατακτημένο, αίρεται μαζί με τη συνέχεια και κάθε παράδοση (Papanoutsos)
- ⓑ revoke, recall, annul (syn ανακαλώ, ακυρώνω, διαγράφω, καταργώ):
- η Bουλή ήρε την εμπιστοσύνη της προς την κυβέρνηση |
- πρέπει να αρθή η άστοχη διαταγή |
- υπέβαλε αναφορά και ζήτησε να αρθή η ποινή του |
- ο ιεράρχης σκέφθηκε να άρη τον αφορισμό |
- οι δύο εκκλησιαστικοί άρχοντες διάβασαν την εγκύκλιο που αίρει το ανάθεμα |
- η ακυρότητα του γάμου αίρεται, αν κλ (Christidis AK) |
- η ασφάλεια αίρεται αφού περάσουν δέκα χρόνια αφότου κλ (id.)
[fr K αίρω ← AG]