Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αιματόξυλο
1 εγγραφή
αιματόξυλο [ematóksilo] το, (& ματόξυλο)
  • bloodwood, logwood, Haematoxylum capmechianum (syn μπακάμι)

[cpd w. ξύλο]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες