Greek-English Dictionary (Georgakas)

Go

Search options

Basket

Results for: αηδόνα
2 items total [1 - 2]
αηδόνα [ai∂óna] η,
  • ① nightingale:
    • poem κι όπως η ~ στη βαθιά νύχτα "Ίτυς, Ίτυς, Ίτυς!" φωνάζει μες στον πλάτανον, όμοια για σε η καρδιά (Sikel) |
    • να, μπαίνω εδώ στο σύδεντρο, ευθύς κιόλας, | ξυπνώ και την ~ μου και τότε τα κράζουμε (Stavrou)
  • ② fig woman w. a fine singing voice (syn καλλίφωνη γυναίκα):
    • ~ μου, μας μάγεψες με τη φωνή σου

[fr AG ἀηδών]

αηδονάκι [ai∂onáci] το,
  • young nightingale (syn αηδονόπουλο):
    • folks. νάνι νάνι το παιδάκι, | το γλυκό μου τ' ~ (DPetrop) |
    • και μέσα σ' ούλα τα πουλιά είναι και τ' ~ (Theros) |
    • poem για τ' ~ ζήσε, το Mάη που κελαϊδεί (Palam) |
    • πάψε, ~ της φραγής | και της νυχτιάς τριζόνι (Athanas)

[fr LMG αηδονάκι, der of αηδόνιν]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go