Greek-English Dictionary (Georgakas)
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- αδιαφόρετος, -η, -ο [a∂jafóretos] region. & lit
- being of no avail, useless (syn χωρίς διάφορο, χωρίς κέρδος, ανώφελος):
- ~ τόπος |
- αδιαφόρετο πράμα useless thing |
- αδιαφόρετοι άνθρωποι |
- αδιαφόρετα λόγια |
- καλά και σωστά όλα, μα αδιαφόρετα (Myriv) |
- ο περατάρης ήταν κούφια ψυχή, αδιαφόρετη (Terzakis) |
- το βρίσκαν αδιαφόρετο να πασκίσουν να του αντιβγούνε με λόγια (Vlami) |
- ένα πορτραίτο που του έκαμε..., αφόρητα ξερό κι αδιαφόρετο για τους πολλούς (Chatzinis) |
- το φυσικό άτομο... στην ουσία είναι ένα αδιαφόρετο τμήμα της παγκόσμιας ύλης (Tsatsos) |
- poem στους δρόμους περπατά με προσοχή να μη γλιστρήση | στις πεπονόφλουδες που ρίχνουν αδιαφόρετοι αραπάδες (Seferis)
[fr MG αδιαφόρητος -ρετος ← K ἀδιαφόρητος, cpd w. *διαφορητός: διαφορῶ]
- being of no avail, useless (syn χωρίς διάφορο, χωρίς κέρδος, ανώφελος):



