Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αδαμάντινος
1 εγγραφή
αδαμάντινος, -η, -ο [a∂amándinos] (L)
  • ① made of diamond, adamantine, adorned w. diamonds (syn διαμαντένιος):
    • αδαμάντινο περιδέραιο diamond necklace |
    • poem η ελευθερία του βλέμματος εύκολα παρομοιάζει | με σπάνιους αδαμάντινους συνδυασμούς ή άνθη πολύχρωμα (Papaditsas)
  • ② very hard, indomitable, adamant (syn αδάμαστος, σκληρός):
    • η εύθραυστη φύση τού... ποιητή, εκφρασμένη με μια τέχνη αδαμάντινης σκληρότητας (Chatzinis)
  • ③ sparkling, lustrous, excellent, splendid (like diamond) (syn λαμπρός, εξαίρετος):
    • ~ χαρακτήρας candid and unbribable character, integrity personified, and such a person (syn αδέκαστος, ακέραιος, άμεμπτος) |
    • δουλειά του αληθινού ποιητή είναι να ξεχωρίση... τα ελάχιστα εκείνα (sc πράγματα) που εκπέμπουν μιαν αδαμάντινη λάμψη (Chatzinis) |
    • τις ιδέες που πιστεύει... του ζητούμε να υποστηρίξη, αναλογιζόμενος δύο αδαμάντινες αλήθειες (Papanoutsos) |
    • μέσα σ' αυτές τις γραμμές... διατυπώνεται ένα αδαμάντινο αξίωμα της αγωγής (id.)
  • ④ relating to, or marking, the 60th anniversary:
    • αδαμάντινοι γάμοι the 60th wedding or diamond anniversary |
    • αδαμάντινο ιωβηλαίο diamond jubilee

[fr MG αδαμάντινος ← AG]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες