Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αγυρτεύω
1 εγγραφή
αγυρτεύω [ayirtévo] (L)
  • be, or behave like, a charlatan, cheat, deceive

[fr K]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες