Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αγριολάπαθο
1 εγγραφή
αγριολάπαθο [aγriolápaθo] το, (& αγριολάπατο) bot
  • dock, any of several herbs of the genus Rumex
  • ① curled dock, yellow dock, Rumex crispus
  • ② Rumex aquaticus (syn νερολάπαθο)
  • ③ Rumex graecus (syn λάπαθο)
  • ④ Rumex conglomeratus
  • ⑤ Rumex bucephalophorus

[cpd w. λάπαθο, λάπατο]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες