Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αγριοβούβαλο
2 εγγραφές [1 - 2]
αγριοβούβαλο [aγriovúvalo] το,
  • bison, (American) buffalo, Bison bonasus and Bison Americanus

[cpd w. βουβάλι]

αγριοβούβαλος [aγriovúvalos] ο, s. αγριοβούβαλο
:
  • οι χώρες πέρα από το Mισισιπή ήταν μια άγονη έρημος, όπου πιλαλούσαν ολοένα μυριάδες αγριοβούβαλοι (Theotokas)

[cpd w. βούβαλος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες