Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αγριαπίδι [aγriapí∂i] το, (& αγριάπιδο) bot
- wild pear (syn άγριο αχλάδι, γκόρτσο)
[cpd of άγριο απίδι; cf MG αγριοαπίδιον]
- αγριαπιδιά [aγriapi∂já] η, (dial & lit αγραπιδιά) bot
- ① a kind of wild pear, Pyrus amygdaliformis (syn αγριαχλαδιά, γκορτσιά):
- μόνον η ξελογιασμένη ~ έχει βιαστή να πλέξη το λευκό της ειδύλλιο... παντρεύεται ανήμερα το Πάσχα (Athanasiadis-N) |
- poem στον απάνεμο ήλιο | τ' ανθορρόημα μιας αγραπιδιάς (Sikel) |
- βόσκουν τ' αρνάκια στη γαλήνη | πλάι στη σπασμένη ~, | τ' ογρό χορτάρι κλ (Agras)
- ② linden, lime, Tilia vulgaris (or intermedia)
[earlier & dial αγριαπιδέα ← cpd of αγρία απιδέα]
- ① a kind of wild pear, Pyrus amygdaliformis (syn αγριαχλαδιά, γκορτσιά):