Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αγριάγγουρο
1 εγγραφή
αγριάγγουρο [aγriáŋgurο] το, region. & bot
  • the fruit of αγριαγγουριά

[fr αγριάγγουρο 18th c., cpd w. MG αγγούριν; cf αγριαγγούριν 'squirting cucumber']

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες