Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αγοραπωλησία
1 εγγραφή
αγοραπωλησία [aγorapolisía] η, (& αγοροπωλησία)
  • transaction of sale and purchase, buying and selling, trade, traffic (syn αγορά 5, [εμπορική] συναλλαγή, δοσοληψίες):
    • ~ τοις μετρητοίς trade on cash |
    • συμβόλαιο αγοραπωλησίας deed of purchase |
    • αγοραπωλησίες business (transactions) |
    • όπου ν' αγγίξωμε, θα συναντήσωμε τα γνώριμα συμπτώματα:... όλα να μπορούν να γίνουν αντικείμενα αγοραπωλησίας (Papanoutsos)

[fr kath ← cpd of αγορά & πώλησις]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες