Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αγορήσιος
1 εγγραφή
αγορήσιος, -α, -ο [aγorísjos]
  • pertaining to boys, boyish (syn αγορίστικος):
    • γερό κορίτσι, κορμί σίδερο, κεφάλι αγορήσιο (Psichari) |
    • και σελάγιζαν πάνω από τ' άνθινα κεφάλια του αγορήσιου πόθου τ' άστρα (Christomanos) |
    • poem τρέχα για να θαμάσω | του αμολυτού σου του κορμιού την αγορήσια χάρη (Vlastos)

[der of αγόρι w. suff -ήσιος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες