Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αγορήσιος, -α, -ο [aγorísjos]
- pertaining to boys, boyish (syn αγορίστικος):
- γερό κορίτσι, κορμί σίδερο, κεφάλι αγορήσιο (Psichari) |
- και σελάγιζαν πάνω από τ' άνθινα κεφάλια του αγορήσιου πόθου τ' άστρα (Christomanos) |
- poem τρέχα για να θαμάσω | του αμολυτού σου του κορμιού την αγορήσια χάρη (Vlastos)
[der of αγόρι w. suff -ήσιος]
- pertaining to boys, boyish (syn αγορίστικος):